Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ο τόπος γέννησης

См. также в других словарях:

  • Νικούσιος, Παναγιώτης — (; – Σάξα, Πολωνία 1673). Μέγας Διερμηνέας της Πύλης, ο πρώτος Έλληνας που ανέβηκε στο αξίωμα αυτό. Οι ιστορικές ειδήσεις για τη ζωή του είναι πενιχρές και αντιφατικές. Έτσι, ως τόπος γέννησής του φέρονται η Κωνσταντινούπολη, η Χίος, η Ακαρνανία… …   Dictionary of Greek

  • κοιτίδα — η (Α κοιτίς, ίδος) [κοίτη νεοελλ.] 1. λίκνο, κούνια, κρεβατάκι 2. μτφ. ο τόπος γέννησης, η πατρίδα 3. μτφ. ο τόπος όπου για πρώτη φορά καλλιεργήθηκε κάτι, η γενέτειρα («η κοιτίδα τού πολιτισμού») αρχ. 1. μικρό κιβώτιο, κουτάκι, θήκη 2. καλάθι,… …   Dictionary of Greek

  • μητέρα — και μήτηρ, η (ΑΜ μήτηρ, Α δωρ. τ. μάτηρ Μ και μητρί) 1. γυναίκα που έχει γεννήσει παιδί, μάννα 2. θηλυκό ζώο που έχει γεννήσει 3. πρώτη αρχή, αφορμή, αιτία («ἀργία μήτηρ πάσης κακίας», γνωμ.) 4. επίθετο τής Γης ως μητέρας όλων τών εμψύχων και… …   Dictionary of Greek

  • προβατικός — ή, ό / προβατικός, ή, όν, ΝΜΑ [πρόβατον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πρόβατα ή στους τράγους, ο προβάτειος 2. φρ. «προβατική πύλη» εκκλ. πύλη στα Ιεροσόλυμα από την οποία περνούσαν τα πρόβατα που επρόκειτο να θυσιαστούν μσν. αρχ. 1. το… …   Dictionary of Greek

  • Λητώ — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 29 Απριλίου 1861. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 10,5 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 6,78. Διεθνώς ονομάζεται Leto 68. II… …   Dictionary of Greek

  • Νεπάλ — Χώρα της νότιας Ασίας. Συνορεύει Β με την Κίνα και Α, Ν και Δ με την Ινδία.Tο Ν., που βρίσκεται ανάμεσα στα υψίπεδα του Θιβέτ και στην πεδιάδα του Γάγγη, εκτείνεται δίπλα στις μεσημβρινές πλαγιές των Iμαλαΐων, σε μια εδαφική έκταση σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • ιδιαίτερος — η, ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, έρα, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» ο τόπος γέννησης γ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν… …   Dictionary of Greek

  • μητρίς — μητρίς, ίδος, ἡ (Α) ο τόπος γέννησης τής μητέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + επίθημα ίδ ς κατά το πατρίς] …   Dictionary of Greek

  • Ζήρια — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 531 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ερινέου. II Βουνό (2.376 μ.) της Πελοποννήσου, το ψηλότερο μετά τον Ταΰγετο. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού Κορινθίας.… …   Dictionary of Greek

  • Ίσαυροι — Βυζαντινή δυναστεία, η οποία προερχόταν από την Ισαυρία (βλ. λ.) της Μικράς Ασίας – παρότι τόπος γέννησης του ιδρυτή της δυναστείας, Λέοντα Γ’, ήταν η Γερμανικεία της Συρίας. Χάρη στα δύο πρώτα μέλη της, η δυναστεία των Ι. διαδραμάτισε ιδιαίτερο… …   Dictionary of Greek

  • Στράτφορντ-ov-Έιβον — (Stratford on Avon). Πόλη (περ. 22.000 κάτ.) της Μ. Βρετανίας στην κομητεία Ουώρικ της Αγγλίας χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Έιβον. Διαθέτει εμπόριο γεωργικών προϊόντων και βιομηχανίες τροφίμων, ξυλείας, χημικών προϊόντων και γυαλιού. Είναι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»